συμπαρακαλώ

συμπαρακαλώ
-έω, Α
1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο
2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)
3. επικαλούμαι κάποιον επίσης
4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συμπαρακαλῶ — συμπαρακαλέω call upon pres subj act 1st sg (attic epic doric) συμπαρακαλέω call upon pres ind act 1st sg (attic epic doric) συμπαρακαλέω call upon fut ind act 1st sg (attic epic doric) συμπαρακαλέω call upon pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώ — (AM καλῶ, έω, Α αιολ. τ. κάλημι) 1. ζητώ από κάποιον να έρθει κοντά μου (α. «κάλεσε την πυροσβεστική γρήγορα» β. «εἰς ἀγορὴν καλέσαντα... Ἀχαιούς», Ομ. Οδ.) 2. προσκαλώ κάποιον για χορό, δείπνο, γιορτή κ.λπ., συγκεντρώνω άτομα με πρόσκληση (α.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”