- συμπαρακαλώ
- -έω, Α1. παρακινώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο2. προσκαλώ κάποιον ακόμη, προσκαλώ επίσης («συμπαρεκάλει δὲ καὶ εἰς ταύτην τὴν θήραν τοὺς περὶ αὐτὸν σκηπτούχους», Ξεν.)3. επικαλούμαι κάποιον επίσης4. προσκαλώ κάποιον ταυτόχρονα με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + παρακαλῶ «καλώ, προσκαλώ, παρακινώ»].
Dictionary of Greek. 2013.